- ἐπωβελίαν
- ἐπωβελίᾱν , ἐπωβελίαfine of an obol in the drachmafem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επωβελία — ἐπωβελία, ἡ (Α) 1. φόρος οβολού σε κάθε δραχμή, φόρος τού έκτου μέρους ενός κεφαλαίου 2. χρηματική ποινή που πλήρωνε ο ενάγων στον εναγόμενο αν έχανε τη δίκη και δεν είχε με το μέρος του ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων 3. πρόσθετο πρόστιμο ενός… … Dictionary of Greek